δελτίο

δελτίο
Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το εμπόρευμα κατά τη μεταφορά του (π.χ. από την αποθήκη στο κατάστημα πώλησης). Η συμπλήρωσή του είναι υποχρεωτική από τον νόμο και μέσω αυτής πιστοποιείται –σε ενδεχόμενο έλεγχο των αρμόδιων αρχών– ότι η διακίνηση του σχετικού προϊόντος δεν υποκρύπτει άτυπη πώληση (πώληση δηλαδή που δεν εμφανίζεται λογιστικά και επομένως δεν φορολογείται). Η παράβαση των σχετικών διατάξεων (η μη συνοδεία δηλαδή του εμπορεύματος από δ. αποστολής), αποτελεί φορολογικό παράπτωμα και επισύρει σοβαρές χρηματικές ποινές. δ. παραγγελίας. Έγγραφο με το οποίο ο αγοραστής απευθύνεται στον πωλητή και παραγγέλλει επισήμως ορισμένη ποσότητα ενός συγκεκριμένου προϊόντος. Στο ίδιο έγγραφο μπορούν να αναγραφούν και ειδικότερα στοιχεία που αφορούν τη συγκεκριμένη πώληση, όπως τα ποιοτικά ή άλλα χαρακτηριστικά του προϊόντος και τα σχετικά με την τιμή και τον τρόπο ή τόπο παράδοσης και εξόφλησης. Το δ. παραγγελίας παράγει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ενοχικές υποχρεώσεις στον αγοραστή, αν αυτός αθετήσει τους όρους που ο ίδιος έθεσε. δ. χρηματιστηρίου. Ημερήσιο ειδικό δελτίο που εκδίδει το Χρηματιστήριο μετά τη λήξη μιας συνεδρίασης, στο οποίο αναγράφονται οι τιμές «κλεισίματος» των τίτλων που διακινήθηκαν. Το δ. χρηματιστηρίου αποτελεί βασικό ενημερωτικό βοήθημα των επενδυτών, για τις συνεδριάσεις που θα ακολουθήσουν.
* * *
το (AM δελτίον) [δέλτος]
μικρή δέλτος
νεοελλ.
1. έντυπο το οποίο παρέχει οδηγίες ή πληροφορίες για ορισμένο σκοπό («δελτίο απογραφής»)
2. (στα δικαστήρια) πίνακας τών υποθέσεων που πρόκειται να εκδικασθούν σε μια ορισμένη δικάσιμο
3. συνοπτική έκθεση κάποιας αρχής ή επιστημονικής οργανώσεως, που προορίζεται για ανακοίνωση («αστυνομικό δελτίο», «μετεωρολογικό δελτίο»)
4. στρ. «δελτίο πληροφοριών» — σημείωμα που στέλνει μεγάλη μονάδα στρατού σε μικρότερες με πληροφορίες σχετικές με τη δύναμη και τις κινήσεις τού εχθρού καθώς και σχετικές οδηγίες δράσεως
5. «δελτίο ταυτότητας» — επίσημο έντυπο το οποίο πιστοποιεί την ιδιότητα ή την ταυτότητα τού κατόχου
6. γενικός τίτλος άρθρων εφημερίδας ή περιοδικού ειδικού περιεχομένου («οικονομικό δελτίο»)
7. τίτλος περιοδικού που εκδίδεται από συγκεκριμένο σωματείο ή πραγματεύεται ειδικό θέμα («Δελτίο τού Εκπαιδευτικού Ομίλου»)
8. σημείωση που γράφεται σε τετράπλευρο χαρτόνι ή κοινό χαρτί από ειδικό επιστήμονα και αναφέρεται σε ειδικό θέμα
9. «δελτίο τροφίμων» — έντυπο το οποίο επιτρέπει στον κάτοχο να αγοράζει τρόφιμα που δεν πουλιούνται ελεύθερα στην αγορά
10. α) «δελτίο εισόδου» — εισιτήριο, άδεια εισόδου (π.χ. σε νοσοκομείο)
β) «δελτίο εξόδου» — εξιτήριο
11. φρ. «τού τά 'δωσε με το δελτίο» — τού τά έδωσε μετρημένα και με δυσκολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δελτίο — το 1. δελτάριο. 2. έντυπο φύλλο χαρτιού που δίνει ορισμένες πληροφορίες: Δελτίο ταυτότητας. 3. συνοπτική έκθεση που συντάσσεται και ανακοινώνεται από κάποια αρχή: Πάντα παρακολουθώ το μετεωρολογικό δελτίο για να ξέρω τι καιρό θα κάνει. 4. τίτλος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποδελτιώνω — [δελτίο] κάνω αποδελτίωση …   Dictionary of Greek

  • κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… …   Dictionary of Greek

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис …   Википедия

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • λαχείο — το 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων λαχνών, όσοι έχουν δελτίο λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα 2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκληση — η / πρόσκλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκαλῶ] κλήτευση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο («καὶ μοὶ ἀνάγνωθι τὸν νόμον, καθ ὃν ἡ πρόσκλησις ἐστι παρὰ τοῡ ἔχοντος τὸν κλήρον», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κλήση, κάλεσμα (α. «πρόσκληση σε χορό» β. «πρόσκληση σε… …   Dictionary of Greek

  • ψηφοδέλτιο — το, Ν δελτίο στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα τών υποψηφίων σε ψηφοφορία, σε εκλογική αναμέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + δελτίο. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”